κυττάζω
Смотреть что такое "κυττάζω" в других словарях:
κυττάζω — παλαιότερη γρφ. τού κοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιτάζω] … Dictionary of Greek
Zyos — es una composición de tres palabras pertenecientes al griego κυττάζω στο μέλλον que significa mirar hacia delante o mirar al futuro. Los griegos lo consideraban un valor positivo del presente hacia el futuro, además era considerado como algo… … Wikipedia Español
γλυκοκοιτάζω — και κυττάζω και κοιτώ ( άω) 1. παρατηρώ κάποιον μ ερωτικό πόθο, «κάνω γλυκά μάτια». 2. ατενίζω κάτι μ ευχαρίστηση («πότε γλυκοκοιτάζει ψηλά τ αστέρια τ ουρανού», Κρυστ.) … Dictionary of Greek